- άωτο
- τοτο καλύτερο μέρος από κάποιο πράγμα, ο ανθός, ο αθέρας· γενικότερα ο ανώτερος βαθμός για καλό ή κακό, συνήθως στις φράσεις: άκρο άωτο αρετής, σοφίας, δικαιοσύνης, κακίας, αδικίας, μωρίας, αναίδειας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.